- θυγατροποιία
- θυγατροποιΐα, ἡ (Α)υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + -ποιία < -ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο-ποιία, τεκνο-ποιία].
Dictionary of Greek. 2013.